- στεγάζω
- ΝΜΑ [στέγη / στέγος]κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔγ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.)νεοελλ.1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα («οι πρόσφυγες θα στεγαστούν πολύ σύντομα»)2. μτφ. περιθάλπω, προστατεύωαρχ.1. (γενικά) καλύπτω, σκεπάζω, προστατεύω («αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα», Ξεν.)2. (για τον ύπνο) καταλαμβάνω κάποιον («ὥστ' οὔτε νυκτὸς ὕπνον, οὔτ' ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν», Σοφ.)3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ στεγάζοντο σώμα θεωρούμενο ότι περιβάλλει την ψυχή4. φρ. α) «πλοῑον ἐστεγασμένον» — πλοίο με κατάστρωμαβ) «στεγάζονται τὰ χώματα» — τα χώματα γίνονται στεγανά, αδιαπέραστα από το νερό.
Dictionary of Greek. 2013.